διυλίζω

διυλίζω
διῡλίζω , διυλίζω
strain
pres subj act 1st sg
διῡλίζω , διυλίζω
strain
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διυλίζω — διυλίζω, διύλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διυλίζω — (AM διυλίζω) 1. καθαρίζω ένα υγρό από τις τυχόν ξένες ουσίες, σουρώνω, στραγγίζω 2. φρ. «οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» αυτοί που λεπτολογούν τα ασήμαντα και παραβλέπουν τα σπουδαία αρχ. καθαρίζω οτιδήποτε από τις ξένες… …   Dictionary of Greek

  • διυλίζω — διύλισα, διυλίστηκα, διυλισμένος 1. διηθώ υγρό, το καθαρίζω από ξένες ουσίες, φιλτράρω, λαγαρίζω: Το πετρέλαιο καύσης είναι διυλισμένο. 2. μτφ., εξετάζω εξονυχιστικά, αναλύω σε βάθος: Γίνεται κουραστικός, γιατί διυλίζει ό,τι του λες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναδιυλίζω — διυλίζω υγρό εκ νέου, ξαναλαμπικάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διυλίζω. ΠΑΡ. αναδιύλιση, αναδιυλισμός] …   Dictionary of Greek

  • διυλίζετε — διῡλίζετε , διυλίζω strain pres imperat act 2nd pl διῡλίζετε , διυλίζω strain pres ind act 2nd pl διῡλίζετε , διυλίζω strain imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διυλίσει — διύλισις filtering fem nom/voc/acc dual (attic epic) διυλίσεϊ , διύλισις filtering fem dat sg (epic) διύλισις filtering fem dat sg (attic ionic) διῡλίσει , διυλίζω strain aor subj act 3rd sg (epic) διῡλίσει , διυλίζω strain fut ind mid 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυλίζω — (Α) 1. διυλίζω, στραγγίζω («καθυλίσαι τὸν οἶνον», Αθήν.) 2. (για φάρμακα) καθαρίζω («τὸ αἷμα καθυλίζειν», Αέτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑλίζω «διυλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προδιϋλίζω — Α διϋλίζω, διηθώ κάτι προηγουμένως («δεῑ μέν τοι προδιϋλίζειν πᾱσαν ῥητίνην τήκοντας», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διϋλίζω «σουρώνω, στραγγίζω»] …   Dictionary of Greek

  • προσδιηθώ — έω, Α διηθώ, διυλίζω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διηθῶ «διυλίζω, φιλτράρω»] …   Dictionary of Greek

  • διυλιζόμενον — διῡλιζόμενον , διυλίζω strain pres part mp masc acc sg διῡλιζόμενον , διυλίζω strain pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”